σκευωρώ

σκευωρώ
σκευωρῶ, -έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῡμαι, -έομαι, και σκαιωρῶ, -έω και σκαιωροῡμαι, -έομαι, Α
σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι σκευωρούν συνεχώς εναντίον του»
αρχ.
1. φυλάγω τα σκεύη, είμαι σκευωρός*
2. έχω την προσοχή μου στραμμένη σε κάτι, παρατηρώ ή εξετάζω κάτι καλά («τοὺς τάφους σκευωρεῑσθαι τοὺς τῶν βασιλέων», Στράβ.)
3. λαφυραγωγώ, λεηλατώ («σκευωρεῑσθαι τὴν Πομπηΐον οἰκίαν», Πλούτ.)
4. παρασκευάζω, κατασκευάζω («τολμῆσαι τοιαῡτά γ' ἐσκευωρημένον καὶ πεποιηκότα», Δημοσθ.)
5. ενεργώ δολίως και με πανουργία
6. κλέβω τις ιδέες άλλου, αντιγράφω τα συγγράμματα άλλων
7. φρ. «σκευωροῡμαι ὑποκρίσεις» — επινοώ μέσα για να κάνω δραματική εντύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκευωρός. Η λ., από την αρχική σημ. «είμαι σκευωρός, φροντίζω τα σκεύη», έλαβε στην καθημερινή γλώσσα τη σημ. «εξετάζω κάτι με προσοχή» και στη συνέχεια «σχεδιάζω κάτι κακό, μηχανορραφώ». Η γρφ. σκαιωρῶ οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση τού επιθ. σκαιός «αριστερός, δυσοίωνος, επιζήμιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκευωρώ — ησα, μηχανορραφώ, σχεδιάζω κάτι μυστικά και ύπουλα: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι σκευωρούν εναντίον του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκευωρῶ — σκευωρός masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντισκαιωρώ — ἀντισκαιωρῶ ( έω) (Μ) σκευωρώ, δολοπλοκώ κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σκαιωρώ, με την ίδια σημασία του συνθέτου] …   Dictionary of Greek

  • ασκευώρητος — η, ο (AM ἀσκευώρητος, ον) [σκευωρώ] εκείνος ο οποίος δεν έπεσε θύμα σκευωρίας ή συκοφαντίας μσν. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀσκευώρητον» η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια αρχ. αυτός που δεν εξετάστηκε λεπτομερώς …   Dictionary of Greek

  • βυσσοδομώ — (Μ βυσσοδομῶ, έω) σκέπτομαι κάτι στο βάθος της ψυχής μου εναντίον κάποιου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (πάντοτε με κακή σημασία) νεοελλ. μηχανορραφώ, σκευωρώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυσσός + δομώ < δέμω «οικοδομώ, χτίζω»] …   Dictionary of Greek

  • επισκευωρώ — ἐπισκευωρῶ, έω (Μ) [σκευωρώ] μηχανορραφώ …   Dictionary of Greek

  • μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ …   Dictionary of Greek

  • ραδιουργώ — ῥᾳδιουργῶ, έω, ΝΜΑ [ραδιουργός] ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώ αρχ. 1. κάνω κάτι με ευκολία 2. ενεργώ με απερισκεψία, με… …   Dictionary of Greek

  • ραψολογώ — έω, Μ τεχνάζομαι, σκευωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάψις (< ράπτω) + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • σκαιωρώ — έω, ΜΑ βλ. σκευωρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”